κάταυτα

κάταυτα
κάταυτα (Μ)
επίρρ. αμέσως τώρα, πάραυτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ αὐτά με συνεκφορά, πρβλ. πάραυτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταυτά — καταὐτά (Α) επιγρ. αντί κατὰ ταὐτά …   Dictionary of Greek

  • πάραυτα — ΝΜΑ και παραυτά Α και πάραυτας Ν (επίρρ. χρον.) αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή, αυθωρεί (α. «πάραυτ η γνώμη ντου άλλαξε», Ερωτόκρ. β. «πάραυτα δ ἐλθεῑν ἐς Ἰλίου πόλιν», Αισχύλ.) αρχ. 1. προς στιγμή, στιγμιαία 2. κατά τον ίδιο χρόνο, την ίδια στιγμή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”